Η περιήγηση των ξένων στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ξεκίνησε από τον 15ο και 16ο αιώνα. Λόγιοι που ταξιδεύουν για αρχαιογνωστικούς λόγους, φυσιοδίφες, πολιτικοί για να κάνουν εκτιμήσεις πολιτικού τύπου. Ωστόσο το κοινωνικό φαινόμενο είναι περισσότερο συνδεδεμένο με το Grand Tour του 18ου αιώνα και αποτελεί μέρος της εκπαίδευσης της αριστοκρατίας, κυρίως της βρετανικής, που, τελειώνοντας το πανεπιστήμιο, κάνουν για έναν χρόνο έναν μεγάλο ‘γύρο’, ο οποίος συνήθως σταματά στην Ιταλία αλλά σταδιακά, από τα τέλη του 18ου αιώνα, αρχίζει να συμπεριλαμβάνει και Ελλάδα, Μικρά Ασία, Εγγύς Ανατολή, δηλ. την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Περιηγήθηκαν στην Ελλάδα στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Γάλλοι, Άγγλοι, αργότερα Γερμανοί, πέρασαν από την χώρα μας πριν και μετά την επανάσταση του 1821, αναζητώντας επαφή με το κλασσικό ιδεώδες των σπουδών τους και αργότερα κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους στα βιβλία τους.
Στους Γάλλους το σχετικό κίνημα είναι πιο φιλοσοφικό, δηλ. ζητούν όχι μόνον αισθητικές αξίες στην αρχαιότητα, ζητούν και πολιτικές και κοινωνικές, έχει προηγηθεί και η Γαλλική Επανάσταση, είναι η προσέγγισή τους πολύ πιο φιλοσοφημένη, άρα και πιο πολυδιάστατη. Των Εγγλέζων είναι πιο εμπειρική. Οι Γερμανοί όμως είναι οι πιο ενδιαφέροντες με τον νέο-ουμανισμό τους.
Αυτοί είναι οι πραγματικοί συνεχιστές της αρχαίας Ελλάδας, αυτοί την καταλαβαίνουν, αυτοί την ερμηνεύουν, αυτοί είναι υπεύθυνοι για τη συνείδησή της και τη διάσωσή της. Οι Γερμανοί στενοχωρούνται από την παρακμή των Ελλήνων. Οι Γάλλοι είναι πιο φιλοσοφημένοι, πιο θεωρητικοί έχουν την τάση να ωραιοποιήσουν και να πιστέψουν ότι αυτό το πράγμα θα ξαναγεννηθεί.
Η εικόνα που προσκομίζουν από την τότε τουρκοκρατούμενη Ελλάδα είναι αυτή της σύγκρουσης δυο κόσμων της ανατολής και της δύσης αντιπροσωπεύοντας την παράδοξη συνάντηση τόπου και χρόνου με την αρχαία Ελλάδα που άνηκε στην Ευρώπη και την σύγχρονη Ελλάδα που άνηκε στη Οθωμανική αυτοκρατορία. Αναδεικνύουν από την πλευρά των Ευρωπαίων το δίλημμα ανατολή ή δύση για την ίδια την ταυτότητα της Ελλάδας ως ανεξάρτητου πλέον κράτους
Τους περιηγητές αυτών των χρόνων μπορούμε να τους διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες: τους αρχαιολάτρες και τους οριενταλιστές . Οι πρώτοι θεωρούν την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ως συνέχιση της αρχαίας Ελλάδας ως προς τις αρχαιότητες, το αρχαιολογικό τοπίο και τη σύνδεση όσων είχαν διαβάσει με τον χώρο όπως στα άδεια τοπία μπορούν να ‘δουν’ τα αρχαία έτσι και στους νεώτερους Έλληνες βλέπουν τους αρχαίους, με τα καλά και τα κακά τους. π.χ. την πονηριά την εξηγούν λέγοντας «αυτοί είναι απόγονοι του Οδυσσέα». Το ελληνικό παρόν γίνεται αντικείμενο θαυμασμού ή προβληματισμού σε σχέση με το μεγαλειώδες αρχαίο ελληνικό παρελθόν σπανιότερα ανεξάρτητα από αυτό.
Όπως για παράδειγμα η Φρεντερίκα Μπρέμερ λάτρης της αρχαίας Ελλάδας σαγηνεύεται από τη χώρα που συγκεντρώνει τους τόπους για τους οποίους είχε διαβάσει σχετίζοντας την με τη αρχαία. Για παράδειγμα η διεξοδική εικόνα της πορείας που ακολούθησε η Επανάσταση του 1821 συνδέεται με τα ιδανικά της αρχαίας Ελλάδας , της αρχαίας πρωτοπόρου των ελεύθερων θεσμών . Την εντυπωσιάζουν προπάντων σύγχρονα λαογραφικά και θρησκευτικά θέματα των οποίων η καταγωγή κάποιες φορές μπορεί να αναζητηθεί στην αρχαιότητα, την ενθουσιάζουν οι ελληνικοί χοροί και τα χαρακτηριστικά της εμφάνισης και της συμπεριφοράς καθώς και τα ρούχα των χωρικών , όπως τα παρακολουθεί σε πανηγύρι για την γιορτή της Θεοτόκου ή την καθαρά Δευτέρα (η γιορτή των κρεμμυδιών όπως την ονομάζει ). Ωστόσο την αποθαρρύνουν οι συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων στο Παλαμήδι σε σημείο που αναφωνεί «Αλίμονο νέα Ελλάδα ! Στο θέμα αυτό είσαι ακόμα σκλάβα της Τουρκίας και της βαρβαρότητας ». « Η Τουρκία και η βαρβαρότητα » σύμφωνα με την παραπάνω αναφορά είναι παράγοντες ανασταλτικοί στην προγεγραμμένη πριν τον τουρκικό ζυγό «δυτική» πορεία της Ελλάδας . Η αγαπητή Ελλάδα της Μπρεμέρ είναι η Ελλάδα της κλασσικής αρχαιότητας , ενώ για την Σουηδή συγγραφέα η σύγχρονη Ελλάδα θα πρέπει να ξαναθυμηθεί την αίγλη του παρελθόντος , ώστε να εξέλθει από τις «μισητές» καταστάσεις στις οποίες είχε περιέλθει.
Στο ίδιο μοτίβο θα μπορούσε να ενταχθεί ο Λαμαρτίνος αν και αρχικά αντικρίζει μια εικόνα ερήμωσης και καταστροφής εξαιτίας του ξεσηκωμού του ’21 παρατηρώντας την εξαθλίωση και την απραγία στους ανθρώπους . Ωστόσο εντυπωσιάζεται από την επίσκεψη του στον Παρθενώνα . «Καθόμουν στα σκαλοπάτια του Παρθενώνα, έχοντας μπροστά στα μάτια μου την Αθήνα, τον ελαιώνα του Πειραιά και τη γαλάζια θάλασσα του Αιγαίου και πάνω μου την επιβλητική σκιά της ζωοφόρου του ναού των ναών. Ήθελα να πάρω μαζί μου μια ζωντανή ανάμνηση, μια γραπτή ανάμνηση από τούτη τη στιγμή της ζωής μου! Ενιωθα ότι αυτός ο σωρός από εξαίσιο μάρμαρο που έτερπε τα μάτια μου θα έσβηνε από τη μνήμη μου, και ήθελα να μπορώ να τον ξαναβρίσκω μέσα στην ευτέλεια της ζωής που με περίμενε».
Ο Σατωβριανς πιο ιδεαλιστής φαντάζεται πτυχές της ζωής στην αρχαία Ελλάδα στον τότε ελλαδικό χώρο . «Από τη θέση που βρισκόμαστε, στις δοξασμένες ημέρες των ΑΘηνών θα βλέπαμε τους στόλους να βγαίνουν από τον Πειραιά για να καταναυμαχήσουν τον εχθρό ή να πάνε για τις γιορτές της Δήλου.» δεχόμενος βέβαια ότι αυτά υπήρχαν μόνο στην φαντασία του . Ο ενθουσιασμός του είναι διάχυτος σε όλη την έκταση του βιβλίου του, όχι τυχαία, αφού, ως πολτικός, υπήρξε ένας από τους θεμρότερους υποστηρικτές της Ελλάδας, με αγορεύσεις και υπομνήματα στους Ισχυρούς της Ευρώπης.
«Στην Ελλάδα όλα είναι γλυκά, όλα είναι απαλά, όλα είναι γαλήνια στη φύση, καθώς και στα κείμενα των αρχαίων. Όταν δει κανείς τα χαριτωμένα τοπία της Αττικής, της Κορίνθου και την Ιωνίας, καταλαβαίνει γιατί η αρχιτεκτονική του Παρθενώνα έχει τόσο ευτυχισμένες αναλογίες, γιατί η αρχαία γλυπτική είναι αδιατάρακτη και τόσο ειρηνική. Στην πατρίδα των Μουσών η φύση καθόλου δε συμβουλεύει παρεκκλίσεις· αντίθετα, η ροπή της είναι να ξαναφέρνει το πνεύμα στον έρωτα των ομοιόμορφων κι αρμονικών πραγμάτων».
Εύλογο όμως είναι να υπήρχαν και εκείνοι που απογοητεύτηκαν από την εικόνα που αντίκρισαν συγκριτικά με αυτή που είχαν δημιουργήσει παραλληλίζοντας την αρχαία με την Ελλάδα εκείνης της περιόδου όπως ο Νερβάλ «Ούτε ένα δεντράκι στην ακτή που ακολουθούμε, ούτε ένα τριαντάφυλλο, αλίμονο, ούτε ένα κοχύλι σ’όλο το μήκος της παραλίας όπου οι Νηρηίδες μάζεψαν το κοχύλι της Κύπριδας. Αναζητούσα τους βοσκούς και τις βοσκοπούλες του Βατό, τα καταστόλιστα με γιρλάντες πλοία τους να προσεγγίζουν τις ολάνθιστες ακτές’ ονειρευόμουν εκείνες τις τρελές συντροφιές των προσκυνητών του έρωτα με τους σατινένιους, πολύχρωμους μανδύες.»
Σε αντιπαραβολή στους κλασικιστές συναντάμε τους οριενταλιστές οι οποίοι θεωρούν ότι η Ελλάδα ήταν πάντα ‘μαγαζί-γωνία’, και Ανατολή και Δύση. Από την πλευρά της Ανατολής οι Έλληνες είναι το ‘παράθυρο’ των Οθωμανών στη Δύση. Υπάρχει η απόσταση μεταξύ των φυσικών κληρονόμων και των πνευματικών κληρονόμων. Δηλαδή όλοι θεωρούν ότι και οι μεν και οι δε είναι κληρονόμοι του αρχαίου πράγματος αλλά οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που το κέρδισαν και οι Έλληνες- είναι εκείνοι που το χάνουνε ή το χάσανε σιγά-σιγά».
ο Φιλανδός ελληνιστής Βίλχελμ Λάγκους δείχνει να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την σύγχρονη Ελλάδα , αυτήν που σύμφωνα με τους Κολοκοτρώνη και Μήτση « άνηκε στην ανατολή ήταν τμήμα της ΟΘΩΜΑΝΙΚΉΣ Αυτοκρατορίας . ο Λάγκους προσανατολίζει τον μελετητή προς τη σύγχρονη Ελλάδα, διαχωρίζοντας, όπως
είδαμε, «τους ζωντανούς από τους νεκρούς, το παλιό από το νέο». ο Λάγκους έδειξε τη μεγαλύτερη αδιαφορία από περιηγητές που γνωρίζω για τα κατάλοιπα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Δεν είδε τίποτε άλλο από όλη τη χώρα εκτός από κάποιες σύντομες επισκέψεις στη Σύρο, την Αίγινα και την Κόρινθο (στην Αίγινα μάλιστα αποκαλεί εσφαλμένα το ναό της Αμφαίας ως ναό τουΔιός) και από τα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος σημεία απομονώνει τη θαυμάσια τοποθεσία και τη θέα μη δείχνοντας το αναμενόμενο ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες. . θεωρεί ότι εκτός από τη δική του χώρα μπορεί και η Ελλάδα να βρεθεί «υπό τη σκέπη» της Ρωσίας. Θα πρέπει να αναλογιστούμε τη συνειδητή αυτή «ανατολική» εστίαση του Λάγκους σε σχέση με τη συμπάθεια των Ελλήνων για τη Ρωσία, τη δυσαρέσκεια για το βασιλικό ζεύγος και τη βαυαρική αυλή, τη δυσαρέσκεια προς τον Όθωνα ή η προτίμηση των χωρικών της Αίγινας για ρώσο βασιλιά στη θέση του Όθωνα Καταγράφει σύγχρονες καθημερινές ιστορίες ή απλά ζητήματα που αναδεικνύουν τις συγκρίσεις με την κλασική Ελλάδα ως περιττές.
Στα ίδια πλαίσια κινείτε ο Γκιστάβ Φλομπέρ ο οποίος παρατηρεί την κατακερματισμένη εικόνα των αρχαιοτήτων και του Παρθενώνα καθώς και με μια αλληγορική φράση «Καθώς επέστρεφα από τον ναό ( του Παρθενώνα ), δύο μεγάλα πουλιά ξεπετάχθηκαν πάνω από το αέτωμα και έφυγαν ανατολικά, κατά τη μεριά της Σμύρνης, της Ασίας» υποδηλώνοντας την στροφή της Ελλάδας προς την Ανατολή. Πια δεν κατοικούν ημίθεοι, αλλά ένας λαός ενδεής και κακοζωισμένος ενώ η εικόνα της νεκρικής ησυχίας που επικρατούσε στην πόλη και των φοβισμένων ανθρώπων που με δυσκολία υποδεχόντουσαν ανθρώπους στα σπίτια τους έρχεται σε αντίθεση με τα κλασσικά ιδανικά της φιλοξενίας .
Σε αντίθεση στους Ευρωπαίους ταξιδευτές συναντάμε τον Τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή που περιηγήθηκε στον ελλαδικό χώρο τον 17ο αιώνα που όπως φυσικά προϋποθέτει η καταγωγή του δεν ασχολείται ιδιαίτερα με το ελληνικό στοιχείο κατά τις περιοδείες του στις χώρες της αυτοκρατορίας . Νοιώθει περιφρόνηση για τον «φακίρ φουκαρά» λαό . Κι’ αυτό ακριβώς φανερώνει την τραγωδία του ελληνισμού στους μαύρους αιώνες της εθνικής δουλείας. Ο ελληνισμός όμως μ’ όλο που διατηρούσε άφθαρτη την παράδοση του οι αφηγήσεις του Τούρκου περιηγητή δεν αφορούν μονάχα τον δημόσιο και ιδιωτικό των ομοφύλων . Είναι καθρέπτης μιας εποχής και οι παρατηρήσεις που φωτίζουν εκείνη την παράξενη συμβίωση κυρίαρχων και ραγιάδων , είναι παραστατικές εικόνες ζωής.
Παρόλα αυτά δεν παραλείπει να εξυμνήσει τα αγάλματα της Αθήνας : «Για να περιγράψω τα αγάλματα χρειάζομαι ολόκληρο βιβλίο . Έπειτα δεν μπορεί να τα συλλάβει ο νους του ανθρώπου . Τα αγάλματα είναι θαύμα θαυμάτων . Αδύνατο να έγιναν από ανθρώπινα χέρια . Όσα κι’ αν γράψει κανείς γι’ αυτά τα αριστουργήματα της τέχνης είναι λίγα και δεν φτάνουν . Είναι απόλυτη ανάγκη να επισκεφθεί κανείς την πόλη της Αθήνας για να καταλάβει πως ήταν την αρχαία εποχή .»
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας λοιπόν ο αριθμός των ξένων ταξιδιωτών ήταν σχετικά μικρός γεγονός που μας επιτρέπει να μελετήσουμε τις εντυπώσεις αυτών μεμονωμένα, αντιθέτως στην σύγχρονη εποχή με τα μέσα που διαθέτουμε στην μετακίνηση και στις υποδομές επισκέπτεται ετησίως ένας τεράστιος αριθμός ξένων την Ελλάδα . Σαν λογική συνέπεια λοιπόν η εικόνα που προσκομίζουν όλοι αυτοί οι ταξιδιώτες εξάγεται συνολικά με στοιχεία από διάφορα ταξιδιωτικά στην Ελλάδα , από σύντομες συνεντεύξεις τουριστών καθώς και από την μελέτη μιας εργασίας στον τομέα των τουριστικών σπουδών .
Ωστόσο βοηθητικό υπήρξε το γεγονός της συνάφειας των εντυπώσεων των ξένων ταξιδιωτών από την Ελλάδα .Κύριος και πρώτιστος παράγων της γοητείας που ασκεί η Ελλάδα στον ταξιδιώτη είναι αναμφίβολα ο φυσικός της πλούτος .Οι ευχάριστες εναλλαγές του τοπίου με τις βραχώδεις και απότομες βουνοκορφές , τις κατάφυτες εκτάσεις καθώς και τα χιλιόμετρα των κρυστάλλινων ακτογραμμών αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού για πολλούς επισκέπτες .Η θάλασσα ιδιαίτερα με τον ήλιο και το εύκρατο κλίμα που εγγυάται την καλοκαιρία τις περισσότερες ημέρες του θέρους είναι από τα κίνητρα που τους παρακινούν όπως οι ίδιοι ομολογούν να επιλέξουν την Ελλάδα .
Πέραν όμως του φυσικού τοπίου τα αστικά κέντρα και το ανθρωπογενές περιβάλλον όπως είναι διαμορφωμένο δεν απογοητεύει τον ταξιδιώτη με τους ίδιους να θαυμάζουν την αρχιτεκτονική των νησιών τις τουριστικές εγκαταστάσεις και υποδομές που τους προσφέρουν την εγγύτητα στις φυσικές ομορφιές καθώς όμως και την χαλάρωση την περιποίηση από τις ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις ( σπά ) καθώς και το εξυπηρετικό προσωπικό . Παράλληλα συχνές αναφορές γίνονται για τις συγκοινωνίες και τις μικρές αποστάσεις ανάμεσα στους διάφορους οικισμούς και τις παραλίες γεγονός που διευκολύνει κατά πολύ τις μετακινήσεις .Όμως συχνά η νουθέτηση για την εύρεση του προορισμού είναι απαραίτητη και δίνεται απλόχερα από τους ντόπιους οι οποίοι σύμφωνα με τις μαρτυρίες των οποίων είναι πάντοτε ευγενικοί , φιλόξενοι διευκολύνοντας την συνεννόηση με την γνώση των αγγλικών .Η φιλοξενία των ντόπιων όμως συναντάτε και στην συμπεριφορά τους προς τα παιδιά σε συνδυασμό μάλιστα με το κλίμα και την πληθώρα των δραστηριοτήτων ανάγει την Ελλάδα σε μία ασφαλή επιλογή για οικογενειακές διακοπές με τα παιδιά να διασκεδάζουν με την θάλασσα και τα θαλάσσια αθλήματα .
Παρόλα αυτά αυξημένος ήταν και ο αριθμός των νέων ταξιδιωτών που απολάμβαναν τον ήλιο τα κρυστάλλινα νερά , την ελληνική κουζίνα που με την ποιότητα και τα αγνά υλικά κερδίζει τις εντυπώσεις καθώς και την ζωντανή νυχτερινή ζωή που τους μεταδίδουν την χαρά και την ξεγνοιασιά της ζωής . Τέλος , σημαντικότερο σημείο αναφοράς από τους επισκέπτες είναι η αρχαία κληρονομιά , η ιστορία και η πολιτιστική παράδοση της Ελλάδας στα περισσότερα μέρη τα οποία επισκέπτονται έχουν φροντισμένα μνημεία και αξιοθέατα υπαρκτές αποδείξεις της μακραίωνης ιστορίας αυτού του τόπου με την Αθήνα να πρωταγωνιστεί ως η λίχνος του δυτικού πολιτισμού και της δημοκρατίας με το νέο μουσείο να αποτελεί ορόσημο της φροντίδας ,και της περηφάνιας που διακατέχει τους Έλληνες για την ιστορία τους όπως επισημαίνουν αρκετοί ξένοι ταξιδευτές . Όπως οι ίδιοι λοιπόν ομολογούν με την επίσκεψη σε αυτά τα μνημεία είναι σαν να γυρίζουν πίσω στον χρόνο κατανοώντας τι συνέβη τότε και τι επιφυλάσσει τώρα το μέλλον .
Βιβλιογραφία
– Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα (333 μ.Χ. – 1821 μ.Χ.) του Κυριάκου Σιμόπουλου ,εκδόσεις Στάχυ,Αθήνα 1999
– Σχόλια στα περιηγητικά κείμενα των Φρεντερίκα Μπρέμερ και Βίλχελμ Λάγκους.
– Πτυχιακή εργασία «εικόνα προορισμού της Ελλάδας, Destination image of Greece» τρόποι διαμόρφωσης της και η επιρροή αυτής στον τουρισμό .